Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


convertiplàno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kon,vɛrtiˈplano]

αεροπλάνο-ελικόπτερο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  convertibilità convertire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

conversazione (θηλ.ουσ)
conversione (θηλ.ουσ)
converso (ουσ αρσ )
convertibile (επίθ.)
convertibilità (θηλ.ουσ)
convertiplano (ουσ αρσ )
convertire (ρ. μτβ.)
convertirsi (ρ.μ. (αντων.))
convertito (αρσ. επίθ και ουσ)
convertitore (ουσ αρσ )
convessità (θηλ.ουσ)
convesso (αρσ. επίθ και ουσ)
convettivo (επίθ.)
convettore (ουσ αρσ )
convezione (θηλ.ουσ)
convincente (επίθ.)
convincere (ρ. μτβ.)
convincersi (ρ. μ. αμτβ.)
convincibile (επίθ.)
convincimento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---