Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


convinciménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [konvinʧiˈmento]

1 πίστη
2 πεποίθηση
3 πειθώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  convincibile convinto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

convezione (θηλ.ουσ)
convincente (επίθ.)
convincere (ρ. μτβ.)
convincersi (ρ. μ. αμτβ.)
convincibile (επίθ.)
convincimento (ουσ αρσ )
convinto (επίθ.)
convinzione (θηλ.ουσ)
convitare (ρ.αμτβ.)
convitato (αρσ. επίθ και ουσ)
convito (ουσ αρσ )
convitto (ουσ αρσ )
convittore (ουσ αρσ )
convivente (ουσ αρσ και θηλ.)
convivente (επίθ.)
convivenza (θηλ.ουσ)
convivere (ρ.αμτβ.)
conviviale (επίθ.)
convivio (ουσ αρσ )
convocare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---