Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόconvìvio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [konˈvivjo] 1 συμπόσιο 2 επίσημο γεύμα προς τιμή κάποιου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |