Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


convogliaménto
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [konvoʎʎaˈmento]

1 μέσον μεταφοράς
2 μεταφορά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  convocazione convogliare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

convivere (ρ.αμτβ.)
conviviale (επίθ.)
convivio (ουσ αρσ )
convocare (ρ. μτβ.)
convocazione (θηλ.ουσ)
convogliamento (ουσ αρσ )
convogliare (ρ. μτβ.)
convogliatore (ουσ αρσ )
convoglio (ουσ αρσ )
convolare (ρ.αμτβ.)
convoluto (επίθ.)
convulsionario (αρσ. επίθ και ουσ)
convulsione (θηλ.ουσ)
convulsivamente (επίρ.)
convulsivante (αρσ. επίθ και ουσ)
convulsivo (επίθ.)
convulso (αρσ. επίθ και ουσ)
coobbligato (αρσ. επίθ και ουσ)
coobbligazione (θηλ.ουσ)
cooccupante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---