Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόconvogliaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [konvoʎʎaˈmento] 1 μέσον μεταφοράς 2 μεταφορά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |