Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


coobbligàto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [koobbliˈgato]

1 συνυπόλογος
2 συνυπεύθυνος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  convulso coobbligazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

convulsione (θηλ.ουσ)
convulsivamente (επίρ.)
convulsivante (αρσ. επίθ και ουσ)
convulsivo (επίθ.)
convulso (αρσ. επίθ και ουσ)
coobbligato (αρσ. επίθ και ουσ)
coobbligazione (θηλ.ουσ)
cooccupante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
coonestare (ρ. μτβ.)
cooperare (ρ.αμτβ.)
cooperativa (θηλ.ουσ)
cooperativismo (ουσ αρσ )
cooperativo (επίθ.)
cooperatore (αρσ. επίθ και ουσ)
cooperazione (θηλ.ουσ)
cooptare (ρ. μτβ.)
cooptazione (θηλ.ουσ)
coordinamento (ουσ αρσ )
coordinare (ρ. μτβ.)
coordinata (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---