Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


convulsivànte  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [konvulsiˈvante]

1 που προκαλεί σπασμούς
2 συνταράσσων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  convulsivamente convulsivo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

convolare (ρ.αμτβ.)
convoluto (επίθ.)
convulsionario (αρσ. επίθ και ουσ)
convulsione (θηλ.ουσ)
convulsivamente (επίρ.)
convulsivante (αρσ. επίθ και ουσ)
convulsivo (επίθ.)
convulso (αρσ. επίθ και ουσ)
coobbligato (αρσ. επίθ και ουσ)
coobbligazione (θηλ.ουσ)
cooccupante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
coonestare (ρ. μτβ.)
cooperare (ρ.αμτβ.)
cooperativa (θηλ.ουσ)
cooperativismo (ουσ αρσ )
cooperativo (επίθ.)
cooperatore (αρσ. επίθ και ουσ)
cooperazione (θηλ.ουσ)
cooptare (ρ. μτβ.)
cooptazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---