Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


convùlso  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [konˈvulso]

1 ξεσπάσματα
2 παροξυσμός
3 σπασμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  convulsivo coobbligato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

convulsionario (αρσ. επίθ και ουσ)
convulsione (θηλ.ουσ)
convulsivamente (επίρ.)
convulsivante (αρσ. επίθ και ουσ)
convulsivo (επίθ.)
convulso (αρσ. επίθ και ουσ)
coobbligato (αρσ. επίθ και ουσ)
coobbligazione (θηλ.ουσ)
cooccupante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
coonestare (ρ. μτβ.)
cooperare (ρ.αμτβ.)
cooperativa (θηλ.ουσ)
cooperativismo (ουσ αρσ )
cooperativo (επίθ.)
cooperatore (αρσ. επίθ και ουσ)
cooperazione (θηλ.ουσ)
cooptare (ρ. μτβ.)
cooptazione (θηλ.ουσ)
coordinamento (ουσ αρσ )
coordinare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---