Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόconvùlso
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [konˈvulso] 1 ξεσπάσματα 2 παροξυσμός 3 σπασμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |