Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


convulsionàrio  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [konvulsjoˈnarjo]

παροξυσμικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  convoluto convulsione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

convogliare (ρ. μτβ.)
convogliatore (ουσ αρσ )
convoglio (ουσ αρσ )
convolare (ρ.αμτβ.)
convoluto (επίθ.)
convulsionario (αρσ. επίθ και ουσ)
convulsione (θηλ.ουσ)
convulsivamente (επίρ.)
convulsivante (αρσ. επίθ και ουσ)
convulsivo (επίθ.)
convulso (αρσ. επίθ και ουσ)
coobbligato (αρσ. επίθ και ουσ)
coobbligazione (θηλ.ουσ)
cooccupante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
coonestare (ρ. μτβ.)
cooperare (ρ.αμτβ.)
cooperativa (θηλ.ουσ)
cooperativismo (ουσ αρσ )
cooperativo (επίθ.)
cooperatore (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---