Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


coonestàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [,koonesˈtare]

1 καλύπτω στα γρήγορα και επιπόλαια
2 κάνω να φαίνομαι αποδεκτός
3 δικαιολογώ
4 δικαιολογούμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cooccupante cooperare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

convulsivo (επίθ.)
convulso (αρσ. επίθ και ουσ)
coobbligato (αρσ. επίθ και ουσ)
coobbligazione (θηλ.ουσ)
cooccupante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
coonestare (ρ. μτβ.)
cooperare (ρ.αμτβ.)
cooperativa (θηλ.ουσ)
cooperativismo (ουσ αρσ )
cooperativo (επίθ.)
cooperatore (αρσ. επίθ και ουσ)
cooperazione (θηλ.ουσ)
cooptare (ρ. μτβ.)
cooptazione (θηλ.ουσ)
coordinamento (ουσ αρσ )
coordinare (ρ. μτβ.)
coordinata (θηλ.ουσ)
coordinativo (επίθ.)
coordinato (ουσ αρσ )
coordinato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---