Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


coordinàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [koordiˈnata]

συντεταγμένη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  coordinare coordinativo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cooperazione (θηλ.ουσ)
cooptare (ρ. μτβ.)
cooptazione (θηλ.ουσ)
coordinamento (ουσ αρσ )
coordinare (ρ. μτβ.)
coordinata (θηλ.ουσ)
coordinativo (επίθ.)
coordinato (ουσ αρσ )
coordinato (επίθ.)
coordinatore (αρσ. επίθ και ουσ)
coordinazione (θηλ.ουσ)
coorte (θηλ.ουσ)
copale (ουσ αρσ και θηλ.)
copeco (ουσ αρσ )
coperchio (ουσ αρσ )
coperta (θηλ.ουσ)
copertamente (επίρ.)
copertina (θηλ.ουσ)
coperto (ουσ αρσ )
coperto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---