Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


copèco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [koˈpɛko]

καπίκι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  copale coperchio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

coordinato (επίθ.)
coordinatore (αρσ. επίθ και ουσ)
coordinazione (θηλ.ουσ)
coorte (θηλ.ουσ)
copale (ουσ αρσ και θηλ.)
copeco (ουσ αρσ )
coperchio (ουσ αρσ )
coperta (θηλ.ουσ)
copertamente (επίρ.)
copertina (θηλ.ουσ)
coperto (ουσ αρσ )
coperto (επίθ.)
copertone (ουσ αρσ )
copertura (θηλ.ουσ)
copia (θηλ.ουσ)
copiacommissione (ουσ αρσ )
copiafatture (ουσ αρσ )
copialettere (ουσ αρσ )
copiare (ρ. μτβ.)
copiativo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---