Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


copèrto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [koˈpɛrto]

το σεβίτσιο, το κουβέρ

copèrto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [koˈpɛrto]

1 σκεπασμένος (-η, -ο)
2 (cielo) συννεφιασμένος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  copertina copertone  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


al coperto = σε κλειστό χώρο


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

copeco (ουσ αρσ )
coperchio (ουσ αρσ )
coperta (θηλ.ουσ)
copertamente (επίρ.)
copertina (θηλ.ουσ)
coperto (ουσ αρσ )
coperto (επίθ.)
copertone (ουσ αρσ )
copertura (θηλ.ουσ)
copia (θηλ.ουσ)
copiacommissione (ουσ αρσ )
copiafatture (ουσ αρσ )
copialettere (ουσ αρσ )
copiare (ρ. μτβ.)
copiativo (επίθ.)
copiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
copiatrice (θηλ.ουσ)
copiatura (θηλ.ουσ)
copiglia (θηλ.ουσ)
copilota (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---