ItalianoGreco


copiatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kopjaˈtura]

1 προὶόν αντιγραφής
2 προὶόν λογοκλοπής
3 αντιγραφή (σε εξετάσεις)
4 λογοκλοπή
5 αντιγραφή
6 αντίγραφο
7 μίμηση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---