ItalianoGreco


cóppa, còppa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkoppa], [ˈkɔppa]

το κύπελλο, η κούπα


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


αυτοκίνητο coppa [θηλ.] dell'olio = auto το ντεπόζιτο λιπαντικών



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---