Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


coppèlla  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kopˈpɛlla]

1 δοκιμή
2 κύπελλο διαχωρισμού μετάλλων
3 δοκιμασία διαχωρισμού ευγενούς μετάλλου
4 δοκιμασία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  coppa coppellare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

copioso (επίθ.)
copista (ουσ αρσ και θηλ.)
copisteria (θηλ.ουσ)
copolimero (ουσ αρσ )
coppa (θηλ.ουσ)
coppella (θηλ.ουσ)
coppellare (ρ. μτβ.)
coppellazione (θηλ.ουσ)
coppetta (θηλ.ουσ)
coppia (θηλ.ουσ)
coppiere (ουσ αρσ )
coppiola (θηλ.ουσ)
coppo (ουσ αρσ )
copra (θηλ.ουσ)
copribusto (ουσ αρσ )
copricapo (ουσ αρσ )
copricatena (ουσ αρσ )
copricostume (ουσ αρσ )
coprifiamma (ουσ αρσ )
coprifuoco (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---