Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cóppia, còppia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkɔppja], [ˈkoppja]

1 (paio) το ζευγάρι
2 (uomo e donna) το αντρόγυνο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  coppetta coppiere  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


a coppie = κατά ζεύγη


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

coppa (θηλ.ουσ)
coppella (θηλ.ουσ)
coppellare (ρ. μτβ.)
coppellazione (θηλ.ουσ)
coppetta (θηλ.ουσ)
coppia (θηλ.ουσ)
coppiere (ουσ αρσ )
coppiola (θηλ.ουσ)
coppo (ουσ αρσ )
copra (θηλ.ουσ)
copribusto (ουσ αρσ )
copricapo (ουσ αρσ )
copricatena (ουσ αρσ )
copricostume (ουσ αρσ )
coprifiamma (ουσ αρσ )
coprifuoco (ουσ αρσ )
coprigiunto (ουσ αρσ )
copriletto (ουσ αρσ )
coprimorsetto (ουσ αρσ )
coprimozzo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---