Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


coprilètto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,kɔpriˈlɛtto]

το κρεβατοκάλυμμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  coprigiunto coprimorsetto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

copricatena (ουσ αρσ )
copricostume (ουσ αρσ )
coprifiamma (ουσ αρσ )
coprifuoco (ουσ αρσ )
coprigiunto (ουσ αρσ )
copriletto (ουσ αρσ )
coprimorsetto (ουσ αρσ )
coprimozzo (ουσ αρσ )
copripiatti (ουσ αρσ )
copripisside (ουσ αρσ )
copriradiatore (ουσ αρσ )
coprire (ρ. μτβ.)
coprirsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
copriteiera (ουσ αρσ )
coproduttore (αρσ. επίθ και ουσ)
coproduzione (θηλ.ουσ)
coprofagia (θηλ.ουσ)
coprofago (ουσ αρσ )
coprofago (επίθ.)
coprolalia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---