Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


coproduttóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [koprodutˈtore]

συμπαραγωγός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  copriteiera coproduzione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

copripisside (ουσ αρσ )
copriradiatore (ουσ αρσ )
coprire (ρ. μτβ.)
coprirsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
copriteiera (ουσ αρσ )
coproduttore (αρσ. επίθ και ουσ)
coproduzione (θηλ.ουσ)
coprofagia (θηλ.ουσ)
coprofago (ουσ αρσ )
coprofago (επίθ.)
coprolalia (θηλ.ουσ)
coprolito (ουσ αρσ )
coprologia (θηλ.ουσ)
copto (ουσ αρσ )
copto (επίθ.)
copula (θηλ.ουσ)
copulativo (αρσ. επίθ και ουσ)
copulazione (θηλ.ουσ)
copyright (ουσ αρσ )
coque (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---