Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcopulatìvo
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [kopulaˈtivo] 1 συνουσιαστικός 2 συνδετικός permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαverbo [αρσ.] copulativo = το συνδετικό ρήμα Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |