Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


copulatìvo  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [kopulaˈtivo]

1 συνουσιαστικός
2 συνδετικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  copula copulazione  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


verbo [αρσ.] copulativo = το συνδετικό ρήμα


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

coprolito (ουσ αρσ )
coprologia (θηλ.ουσ)
copto (ουσ αρσ )
copto (επίθ.)
copula (θηλ.ουσ)
copulativo (αρσ. επίθ και ουσ)
copulazione (θηλ.ουσ)
copyright (ουσ αρσ )
coque (θηλ.ουσ)
coraggio (ουσ αρσ )
coraggioso (επίθ.)
corale (θηλ.ουσ)
corale (επίθ.)
corallaio (ουσ αρσ )
corallifero (επίθ.)
corallina (θηλ.ουσ)
corallino (επίθ.)
corallo (ουσ αρσ )
corallo (επίθ.)
corame (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---