Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


còpula  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkɔpula]

1 συνουσία
2 συνδετική λέξη (σύνδεσμος)
3 συνδετικό ρήμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  copto copulativo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

coprolalia (θηλ.ουσ)
coprolito (ουσ αρσ )
coprologia (θηλ.ουσ)
copto (ουσ αρσ )
copto (επίθ.)
copula (θηλ.ουσ)
copulativo (αρσ. επίθ και ουσ)
copulazione (θηλ.ουσ)
copyright (ουσ αρσ )
coque (θηλ.ουσ)
coraggio (ουσ αρσ )
coraggioso (επίθ.)
corale (θηλ.ουσ)
corale (επίθ.)
corallaio (ουσ αρσ )
corallifero (επίθ.)
corallina (θηλ.ουσ)
corallino (επίθ.)
corallo (ουσ αρσ )
corallo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---