Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcoràle
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [koˈrale] 1 χορωδιακός εκκλησιαστικός ύμνος 2 εκκλησιαστική χορωδία 3 βιβλίο ύμνων 4 χορικό λειτουργικό μέλος 5 χορωδιακός 6 ύμνος coràle επίθετο Προσφορά I.P.A.: [koˈrale] 1 ομόψυχος 2 χορωδιακός 3 ομόθυμος 4 ομόφωνος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |