Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


coràzza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [koˈrattsa]

1 καβούκι
2 κέλυφος
3 ταρταρούγα
4 θώρακας πανοπλίας
5 καύκαλο
6 προστατευτική διάταξη θώρακα
7 θώρακας ξιφασκίας
8 θωράκιση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  coratella corazzare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

coramella (θηλ.ουσ)
coranico (επίθ.)
corano (ουσ αρσ )
corata (θηλ.ουσ)
coratella (θηλ.ουσ)
corazza (θηλ.ουσ)
corazzare (ρ. μτβ.)
corazzarsi (ρ. μ. αμτβ.)
corazzata (θηλ.ουσ)
corazzato (επίθ.)
corazzatura (θηλ.ουσ)
corazziere (ουσ αρσ )
corba (θηλ.ουσ)
corbame (ουσ αρσ )
corbeille (θηλ.ουσ)
corbellare (ρ.αμτβ.)
corbellare (ρ. μτβ.)
corbellatore (αρσ. επίθ και ουσ)
corbellatura (θηλ.ουσ)
corbelleria (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---