Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


corbellàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [korbelˈlare]

1 αστειεύομαι
2 κάνω καλαμπούρια
3 σπάω πλάκα

corbellàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [korbelˈlare]

1 γελοιοποιώ
2 εξαπατώ
3 πειράζω
4 κοροὶδεύω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  corbeille corbellatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

corazzatura (θηλ.ουσ)
corazziere (ουσ αρσ )
corba (θηλ.ουσ)
corbame (ουσ αρσ )
corbeille (θηλ.ουσ)
corbellare (ρ.αμτβ.)
corbellare (ρ. μτβ.)
corbellatore (αρσ. επίθ και ουσ)
corbellatura (θηλ.ουσ)
corbelleria (θηλ.ουσ)
corbello (ουσ αρσ )
corbezzola (θηλ.ουσ)
corbezzoli (επιφ.)
corbezzolo (ουσ αρσ )
corcontento (ουσ αρσ και θηλ.)
corda (θηλ.ουσ)
cordaio (ουσ αρσ )
cordame (ουσ αρσ )
cordata (θηλ.ουσ)
cordati (ουσ αρσ πληθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---