Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcorazzière
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [koratˈtsjɛre] 1 ρωμαλέος τύπος 2 καβαλάρης με θώρακα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |