Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


corazzàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [koratˈtsare]

1 οχυρώνω
2 θωρακίζω με μέταλλο
3 σκληραίνω
4 δυναμώνω
5 θωρακίζω
6 οπλίζω
7 ισχυροποιώ

corazzàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [koratˈtsarsi]

1 σκληραγωγούμαι
2 σκληραίνω
3 θωρακίζομαι
4 προστατεύομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  corazza corazzata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

coranico (επίθ.)
corano (ουσ αρσ )
corata (θηλ.ουσ)
coratella (θηλ.ουσ)
corazza (θηλ.ουσ)
corazzare (ρ. μτβ.)
corazzarsi (ρ. μ. αμτβ.)
corazzata (θηλ.ουσ)
corazzato (επίθ.)
corazzatura (θηλ.ουσ)
corazziere (ουσ αρσ )
corba (θηλ.ουσ)
corbame (ουσ αρσ )
corbeille (θηλ.ουσ)
corbellare (ρ.αμτβ.)
corbellare (ρ. μτβ.)
corbellatore (αρσ. επίθ και ουσ)
corbellatura (θηλ.ουσ)
corbelleria (θηλ.ουσ)
corbello (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---