Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcorbellatùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [korbellaˈtura] 1 φάρσα κακόγουστη 2 αστείο σε βάρος κάποιου 3 πείραγμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |