Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cordàio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [korˈdajo]

1 πωλητής σκοινιών
2 κατασκευαστής σκοινιών


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  corda cordame  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

corbezzola (θηλ.ουσ)
corbezzoli (επιφ.)
corbezzolo (ουσ αρσ )
corcontento (ουσ αρσ και θηλ.)
corda (θηλ.ουσ)
cordaio (ουσ αρσ )
cordame (ουσ αρσ )
cordata (θηλ.ουσ)
cordati (ουσ αρσ πληθ.)
cordellina (θηλ.ουσ)
corderia (θηλ.ουσ)
cordiale (αρσ. επίθ και ουσ)
cordialità (θηλ.ουσ)
cordialmente (επίρ.)
cordialone (ουσ αρσ )
cordiera (θηλ.ουσ)
cordigliera (θηλ.ουσ)
cordiglio (ουσ αρσ )
cordino (ουσ αρσ )
cordite (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---