Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcorbèllo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [korˈbɛllo] 1 αρχίδια (χυδ) 2 ανοησία (χυδ) 3 καλάθι 4 βλάκας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |