Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


corbellerìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [korbelleˈria]

1 βλακεία
2 γελοία γκάφα
3 χονδροειδές λάθος
4 ανοησία
5 αφροσύνη
6 κουταμάρα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  corbellatura corbello  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

corbeille (θηλ.ουσ)
corbellare (ρ.αμτβ.)
corbellare (ρ. μτβ.)
corbellatore (αρσ. επίθ και ουσ)
corbellatura (θηλ.ουσ)
corbelleria (θηλ.ουσ)
corbello (ουσ αρσ )
corbezzola (θηλ.ουσ)
corbezzoli (επιφ.)
corbezzolo (ουσ αρσ )
corcontento (ουσ αρσ και θηλ.)
corda (θηλ.ουσ)
cordaio (ουσ αρσ )
cordame (ουσ αρσ )
cordata (θηλ.ουσ)
cordati (ουσ αρσ πληθ.)
cordellina (θηλ.ουσ)
corderia (θηλ.ουσ)
cordiale (αρσ. επίθ και ουσ)
cordialità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---