Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


corazzàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [koratˈtsata]

1 θωρηκτό
2 πολεμικό πλοίο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  corazzarsi corazzato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

corata (θηλ.ουσ)
coratella (θηλ.ουσ)
corazza (θηλ.ουσ)
corazzare (ρ. μτβ.)
corazzarsi (ρ. μ. αμτβ.)
corazzata (θηλ.ουσ)
corazzato (επίθ.)
corazzatura (θηλ.ουσ)
corazziere (ουσ αρσ )
corba (θηλ.ουσ)
corbame (ουσ αρσ )
corbeille (θηλ.ουσ)
corbellare (ρ.αμτβ.)
corbellare (ρ. μτβ.)
corbellatore (αρσ. επίθ και ουσ)
corbellatura (θηλ.ουσ)
corbelleria (θηλ.ουσ)
corbello (ουσ αρσ )
corbezzola (θηλ.ουσ)
corbezzoli (επιφ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---