Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


coràme  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [koˈrame]

σταμπαρισμένο δέρμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  corallo coramella  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

corallifero (επίθ.)
corallina (θηλ.ουσ)
corallino (επίθ.)
corallo (ουσ αρσ )
corallo (επίθ.)
corame (ουσ αρσ )
coramella (θηλ.ουσ)
coranico (επίθ.)
corano (ουσ αρσ )
corata (θηλ.ουσ)
coratella (θηλ.ουσ)
corazza (θηλ.ουσ)
corazzare (ρ. μτβ.)
corazzarsi (ρ. μ. αμτβ.)
corazzata (θηλ.ουσ)
corazzato (επίθ.)
corazzatura (θηλ.ουσ)
corazziere (ουσ αρσ )
corba (θηλ.ουσ)
corbame (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---