Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcorallìfero
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [koralˈlifero] 1 κοραλλιογενής 2 που φέρει (έχει) κοράλλια 3 κοράλλινος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |