Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcoràggio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [koˈradʤo] 1 το θάρρος, το κουράγιο 2 (sfacciataggine) το θράσος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |