Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


copròlito  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [koˈprɔlito]

απολιθωμένο σκατό


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  coprolalia coprologia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

coproduzione (θηλ.ουσ)
coprofagia (θηλ.ουσ)
coprofago (ουσ αρσ )
coprofago (επίθ.)
coprolalia (θηλ.ουσ)
coprolito (ουσ αρσ )
coprologia (θηλ.ουσ)
copto (ουσ αρσ )
copto (επίθ.)
copula (θηλ.ουσ)
copulativo (αρσ. επίθ και ουσ)
copulazione (θηλ.ουσ)
copyright (ουσ αρσ )
coque (θηλ.ουσ)
coraggio (ουσ αρσ )
coraggioso (επίθ.)
corale (θηλ.ουσ)
corale (επίθ.)
corallaio (ουσ αρσ )
corallifero (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---