Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


coprologìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [koproloˈʤia]

1 επιστημονική μελέτη κοπράνων
2 κοπρολογία
3 σκατολογία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  coprolito copto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

coprofagia (θηλ.ουσ)
coprofago (ουσ αρσ )
coprofago (επίθ.)
coprolalia (θηλ.ουσ)
coprolito (ουσ αρσ )
coprologia (θηλ.ουσ)
copto (ουσ αρσ )
copto (επίθ.)
copula (θηλ.ουσ)
copulativo (αρσ. επίθ και ουσ)
copulazione (θηλ.ουσ)
copyright (ουσ αρσ )
coque (θηλ.ουσ)
coraggio (ουσ αρσ )
coraggioso (επίθ.)
corale (θηλ.ουσ)
corale (επίθ.)
corallaio (ουσ αρσ )
corallifero (επίθ.)
corallina (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---