Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cóppo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkoppo]

1 κεραμίδι
2 κιούπι λαδιού


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  coppiola copra  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

coppellazione (θηλ.ουσ)
coppetta (θηλ.ουσ)
coppia (θηλ.ουσ)
coppiere (ουσ αρσ )
coppiola (θηλ.ουσ)
coppo (ουσ αρσ )
copra (θηλ.ουσ)
copribusto (ουσ αρσ )
copricapo (ουσ αρσ )
copricatena (ουσ αρσ )
copricostume (ουσ αρσ )
coprifiamma (ουσ αρσ )
coprifuoco (ουσ αρσ )
coprigiunto (ουσ αρσ )
copriletto (ουσ αρσ )
coprimorsetto (ουσ αρσ )
coprimozzo (ουσ αρσ )
copripiatti (ουσ αρσ )
copripisside (ουσ αρσ )
copriradiatore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---