Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


copertìna  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [koperˈtina]

1 κάλυμμα βιβλίου
2 εξώφυλλο περιοδικού ή βιβλίου
3 συσκευασία
4 εξώφυλλο
5 δέσιμο
6 βιβλιοδεσία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  copertamente coperto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

copale (ουσ αρσ και θηλ.)
copeco (ουσ αρσ )
coperchio (ουσ αρσ )
coperta (θηλ.ουσ)
copertamente (επίρ.)
copertina (θηλ.ουσ)
coperto (ουσ αρσ )
coperto (επίθ.)
copertone (ουσ αρσ )
copertura (θηλ.ουσ)
copia (θηλ.ουσ)
copiacommissione (ουσ αρσ )
copiafatture (ουσ αρσ )
copialettere (ουσ αρσ )
copiare (ρ. μτβ.)
copiativo (επίθ.)
copiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
copiatrice (θηλ.ουσ)
copiatura (θηλ.ουσ)
copiglia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---