Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


copiafattùre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,kɔpiafatˈture]

1 καθολικό (λογιστική)
2 βιβλίο δελτίων τιμολογίου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  copiacommissione copialettere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

coperto (επίθ.)
copertone (ουσ αρσ )
copertura (θηλ.ουσ)
copia (θηλ.ουσ)
copiacommissione (ουσ αρσ )
copiafatture (ουσ αρσ )
copialettere (ουσ αρσ )
copiare (ρ. μτβ.)
copiativo (επίθ.)
copiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
copiatrice (θηλ.ουσ)
copiatura (θηλ.ουσ)
copiglia (θηλ.ουσ)
copilota (ουσ αρσ και θηλ.)
copione (ουσ αρσ )
copiosità (θηλ.ουσ)
copioso (επίθ.)
copista (ουσ αρσ και θηλ.)
copisteria (θηλ.ουσ)
copolimero (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---