Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


còpia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkɔpja]

το αντίτυπο, το αντίγραφο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  copertura copiacommissione  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


bella copia [θηλ.] = το καθαρό αντίγραφο || brutta copia [θηλ.] = το πρόχειρο αντίγραφο


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

copertina (θηλ.ουσ)
coperto (ουσ αρσ )
coperto (επίθ.)
copertone (ουσ αρσ )
copertura (θηλ.ουσ)
copia (θηλ.ουσ)
copiacommissione (ουσ αρσ )
copiafatture (ουσ αρσ )
copialettere (ουσ αρσ )
copiare (ρ. μτβ.)
copiativo (επίθ.)
copiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
copiatrice (θηλ.ουσ)
copiatura (θηλ.ουσ)
copiglia (θηλ.ουσ)
copilota (ουσ αρσ και θηλ.)
copione (ουσ αρσ )
copiosità (θηλ.ουσ)
copioso (επίθ.)
copista (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---