ItalianoGreco


copertùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [koperˈtura]

1 καλύπτρα
2 σκέπη
3 ντύμα
4 υποστήριξη
5 επικάλυμμα
6 επίθεμα
7 κάλυμμα
8 σκέπασμα
9 επίστρωση
10 επικάλυψη
11 κάλυψη


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---