ItalianoGreco


coordinàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [koordiˈnato]

1 ταιριαστό ζευγάρι
2 εσώρουχα
3 κουστούμι

coordinàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [koordiˈnato]

1 συνδεδεμένος
2 ταιριαστός
3 συντονισμένος
4 συντεταγμένος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---