Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


coordinàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [koordiˈnato]

1 ταιριαστό ζευγάρι
2 εσώρουχα
3 κουστούμι

coordinàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [koordiˈnato]

1 συνδεδεμένος
2 ταιριαστός
3 συντονισμένος
4 συντεταγμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  coordinativo coordinatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cooptazione (θηλ.ουσ)
coordinamento (ουσ αρσ )
coordinare (ρ. μτβ.)
coordinata (θηλ.ουσ)
coordinativo (επίθ.)
coordinato (ουσ αρσ )
coordinato (επίθ.)
coordinatore (αρσ. επίθ και ουσ)
coordinazione (θηλ.ουσ)
coorte (θηλ.ουσ)
copale (ουσ αρσ και θηλ.)
copeco (ουσ αρσ )
coperchio (ουσ αρσ )
coperta (θηλ.ουσ)
copertamente (επίρ.)
copertina (θηλ.ουσ)
coperto (ουσ αρσ )
coperto (επίθ.)
copertone (ουσ αρσ )
copertura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---