Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


coobbligazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [koobbligatˈtsjone]

από κοινού υποχρέωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  coobbligato cooccupante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

convulsivamente (επίρ.)
convulsivante (αρσ. επίθ και ουσ)
convulsivo (επίθ.)
convulso (αρσ. επίθ και ουσ)
coobbligato (αρσ. επίθ και ουσ)
coobbligazione (θηλ.ουσ)
cooccupante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
coonestare (ρ. μτβ.)
cooperare (ρ.αμτβ.)
cooperativa (θηλ.ουσ)
cooperativismo (ουσ αρσ )
cooperativo (επίθ.)
cooperatore (αρσ. επίθ και ουσ)
cooperazione (θηλ.ουσ)
cooptare (ρ. μτβ.)
cooptazione (θηλ.ουσ)
coordinamento (ουσ αρσ )
coordinare (ρ. μτβ.)
coordinata (θηλ.ουσ)
coordinativo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---