Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


convolùto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [konvoˈluto]

1 εσπειραμένος
2 σπειροειδής
3 περιτυλιγμένος
4 ελικοειδής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  convolare convulsionario  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

convogliamento (ουσ αρσ )
convogliare (ρ. μτβ.)
convogliatore (ουσ αρσ )
convoglio (ουσ αρσ )
convolare (ρ.αμτβ.)
convoluto (επίθ.)
convulsionario (αρσ. επίθ και ουσ)
convulsione (θηλ.ουσ)
convulsivamente (επίρ.)
convulsivante (αρσ. επίθ και ουσ)
convulsivo (επίθ.)
convulso (αρσ. επίθ και ουσ)
coobbligato (αρσ. επίθ και ουσ)
coobbligazione (θηλ.ουσ)
cooccupante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
coonestare (ρ. μτβ.)
cooperare (ρ.αμτβ.)
cooperativa (θηλ.ουσ)
cooperativismo (ουσ αρσ )
cooperativo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---