Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


convocàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [konvoˈkare]

1 συγκαλώ
2 καλώ σε συνάθροιση
3 συγκαλώ συνέλευση
4 στέλνω πρόσκληση να έλθει
5 προσκαλώ
6 στέλνω μήνυμα να έλθει κάποιος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  convivio convocazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

convivente (επίθ.)
convivenza (θηλ.ουσ)
convivere (ρ.αμτβ.)
conviviale (επίθ.)
convivio (ουσ αρσ )
convocare (ρ. μτβ.)
convocazione (θηλ.ουσ)
convogliamento (ουσ αρσ )
convogliare (ρ. μτβ.)
convogliatore (ουσ αρσ )
convoglio (ουσ αρσ )
convolare (ρ.αμτβ.)
convoluto (επίθ.)
convulsionario (αρσ. επίθ και ουσ)
convulsione (θηλ.ουσ)
convulsivamente (επίρ.)
convulsivante (αρσ. επίθ και ουσ)
convulsivo (επίθ.)
convulso (αρσ. επίθ και ουσ)
coobbligato (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---