Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόconvìvere
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [konˈvivere] 1 συνυπάρχω 2 συζώ 3 συγκατοικώ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |