Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


convìtto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [konˈvitto]

1 οικοτροφείο
2 οικότροφοι
3 σχολείο οικοτροφείο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  convito convittore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

convinto (επίθ.)
convinzione (θηλ.ουσ)
convitare (ρ.αμτβ.)
convitato (αρσ. επίθ και ουσ)
convito (ουσ αρσ )
convitto (ουσ αρσ )
convittore (ουσ αρσ )
convivente (ουσ αρσ και θηλ.)
convivente (επίθ.)
convivenza (θηλ.ουσ)
convivere (ρ.αμτβ.)
conviviale (επίθ.)
convivio (ουσ αρσ )
convocare (ρ. μτβ.)
convocazione (θηλ.ουσ)
convogliamento (ουσ αρσ )
convogliare (ρ. μτβ.)
convogliatore (ουσ αρσ )
convoglio (ουσ αρσ )
convolare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---