Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


convenzióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [konvenˈtsjone]

1 σύμβαση
2 άρθρο συμβατικό
3 συμφωνία αρχών
4 συνθήκη
5 συμφωνία
6 συμβόλαιο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  convenzionato convergente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

convenzionalismo (ουσ αρσ )
convenzionalmente (επίρ.)
convenzionare (ρ. μτβ.)
convenzionarsi (ρ. μ. αμτβ.)
convenzionato (επίθ.)
convenzione (θηλ.ουσ)
convergente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
convergenza (θηλ.ουσ)
convergere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
conversa (θηλ.ουσ)
conversare (ρ.αμτβ.)
conversativo (επίθ.)
conversatore (ουσ αρσ )
conversazione (θηλ.ουσ)
conversione (θηλ.ουσ)
converso (ουσ αρσ )
convertibile (επίθ.)
convertibilità (θηλ.ουσ)
convertiplano (ουσ αρσ )
convertire (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---