Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


convenzionàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [konventsjoˈnare]

1 διευθετώ
2 τακτοποιώ
3 φτάνω σε συμφωνία

convenzionàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [konventsjoˈnarsi]

1 διευθετώ
2 τακτοποιώ
3 φτάνω σε συμφωνία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  convenzionalmente convenzionato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

conventuale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
convenuto (αρσ. επίθ και ουσ)
convenzionale (αρσ. επίθ και ουσ)
convenzionalismo (ουσ αρσ )
convenzionalmente (επίρ.)
convenzionare (ρ. μτβ.)
convenzionarsi (ρ. μ. αμτβ.)
convenzionato (επίθ.)
convenzione (θηλ.ουσ)
convergente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
convergenza (θηλ.ουσ)
convergere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
conversa (θηλ.ουσ)
conversare (ρ.αμτβ.)
conversativo (επίθ.)
conversatore (ουσ αρσ )
conversazione (θηλ.ουσ)
conversione (θηλ.ουσ)
converso (ουσ αρσ )
convertibile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---