Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


convergènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [konverˈʤɛntsa]

σύγκληση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  convergente convergere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

convenzionare (ρ. μτβ.)
convenzionarsi (ρ. μ. αμτβ.)
convenzionato (επίθ.)
convenzione (θηλ.ουσ)
convergente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
convergenza (θηλ.ουσ)
convergere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
conversa (θηλ.ουσ)
conversare (ρ.αμτβ.)
conversativo (επίθ.)
conversatore (ουσ αρσ )
conversazione (θηλ.ουσ)
conversione (θηλ.ουσ)
converso (ουσ αρσ )
convertibile (επίθ.)
convertibilità (θηλ.ουσ)
convertiplano (ουσ αρσ )
convertire (ρ. μτβ.)
convertirsi (ρ.μ. (αντων.))
convertito (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---