Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


convenùto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [konveˈnuto]

1 κατηγορούμενος
2 εναγόμενος
3 αμυνόμενος
4 διακανονισμός
5 συμφωνημένος
6 συμφωνία
7 διευθέτηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  conventuale convenzionale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

convenire (ρ. μτβ.)
convenirsi (ρ. μ. αμτβ.)
conventicola (θηλ.ουσ)
convento (ουσ αρσ )
conventuale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
convenuto (αρσ. επίθ και ουσ)
convenzionale (αρσ. επίθ και ουσ)
convenzionalismo (ουσ αρσ )
convenzionalmente (επίρ.)
convenzionare (ρ. μτβ.)
convenzionarsi (ρ. μ. αμτβ.)
convenzionato (επίθ.)
convenzione (θηλ.ουσ)
convergente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
convergenza (θηλ.ουσ)
convergere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
conversa (θηλ.ουσ)
conversare (ρ.αμτβ.)
conversativo (επίθ.)
conversatore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---